ὀμφακῖτις

ὀμφακῖτις
ὀμφακῖτις
unripe
fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ὀμφακῖτιν — ὀμφακῖτις unripe fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ομφακίτης — ο (ΑΜ ὀμφακίτης, Α θηλ. ὀμφακῑτις, ίτιδος) αργιλοπυριτικό ορυκτό τού σιδήρου και τού μαγνησίου, που περιέχει ασβέστιο και νάτριο και ανήκει στην ομάδα τών πυροξένων μσν. αρχ. οίνος που παρασκευαζόταν από άγουρα σταφύλια, ομφακίας αρχ. 1.… …   Dictionary of Greek

  • ὀμφακιτίδων — ὀμφακῑτίδων , ὀμφακῖτις unripe fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀμφακίτιδας — ὀμφακί̱τιδας , ὀμφακῖτις unripe fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀμφακίτιδες — ὀμφακί̱τιδες , ὀμφακῖτις unripe fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀμφακίτιδος — ὀμφακί̱τιδος , ὀμφακῖτις unripe fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀμφακίτισιν — ὀμφακί̱τισιν , ὀμφακῖτις unripe fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”